κωδικελλικός

κωδικελλικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωδίκελλο
2. φρ. «κωδικελλική ρήτρα» — η επιθυμία τού διαθέτη, η οποία περιέχεται στη διαθήκη του, να ισχύσει η τελευταία ως κωδίκελλος σε περίπτωση ακύρωσής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωδίκελλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”